- ὁσιωτήρ
- ὁσι-ωτήρ, ῆρος, ὁ,A consecrator, the name given at Delphi to the victim offered when one of the priests called
ὅσιοι
was appointed,Plu.
2.292d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅσιοι
was appointed,Plu.
2.292d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οσιωτήρ — ὁσιωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για το ζώο που θυσιαζόταν όταν κάποιος από τους ιερείς διοριζόταν στην τάξη τών οσίων) αυτός που καθοσιώνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. ορθω τήρ)] … Dictionary of Greek
ὁσιωτήρ — consecrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσιωτῆρα — ὁσιωτήρ consecrator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)